ἐριβρύχης

ἐριβρύχης
ἐριβρύ̱χης , ἐριβρύχης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εριβρύχης — ἐριβρύχης, ὁ (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.) 2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρύχης (< βρυχώμαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἐριβρύχας — ἐριβρύ̱χᾱς , ἐριβρύχης masc acc pl ἐριβρύ̱χᾱς , ἐριβρύχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίβρυχος — ἐρίβρυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.) 2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρυχος (< βρύχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἐριβρύχεω — ἐριβρύ̱χεω̆ , ἐριβρύχης masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριβρύχην — ἐριβρύ̱χην , ἐριβρύχης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”